- πινυτής
- πῐνῠτ-ής, ῆτος, [dialect] Dor. ᾶτος, ἡ, = foreg., AP7.490 (Anyt.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πινυτής — ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, ᾱτος, ἡ, Α βλ. πινυτή … Dictionary of Greek
πινυτῆς — πινυτή understanding fem gen sg (attic epic ionic) πινυτός prudent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτή — και πινυτής, ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, ᾱτος, ἡ, Α σύνεση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek